- ουζερί
- τοουζάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ούζο, κατά τα γαλλ. confiserie, patisserie, rotisserie κ.λπ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ouzeri — Mezedopolio in Gythio (mit Tintenfischen, zum Trocknen aufgehängt) Ouzeri (griechisch ουζέρι (n. sg.)) ist in Griechenland ein kleines Restaurant, in dem Spirituosen, (insbesondere Ouzo), angeboten werden, begleitet von einer Vielzahl… … Deutsch Wikipedia
ουζάδικο — το κατάστημα στο οποίο σερβίρεται ούζο και μεζέδες, ουζοπωλείο, ουζερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ούζο + κατάλ. άδικο (πρβλ. φαγ άδικο)] … Dictionary of Greek
ποικιλία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωπονία, για να χαρακτηρίσει ένα άθροισμα ατόμων, τα οποία διαφέρουν από τα υπόλοιπα άτομα του ίδιου είδους, ως προς ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά. Βοτανικώς αποτελεί υποδιαίρεση του είδους. Από όλες τις π. και… … Dictionary of Greek